χωρίσεις

χωρίσεις
χώρισις
separation
fem nom/voc pl (attic epic)
χώρισις
separation
fem nom/acc pl (attic)
χωρίζω
separate
aor subj act 2nd sg (epic)
χωρίζω
separate
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”